«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου»
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ αρρώστια που ενδημεί μόνιμα σε αυτόν τον δύσκολο τόπο
και που κατατρώγει σαν ύπουλο σκουλήκι τις ρίζες του Ελληνισμού
είναι ο «ξενοκρατισμός», καταπώς μου έλεγε μια φίλη ακαδημαϊκός
από τα παλιά.
Παντού στην Ελλάδα μου είπε παρατηρείται μεγάλη γλωσσική «ρύπανση»
και μου έδωσε να διαβάσω ένα γλωσσικό υβρίδιο από αθηναϊκή εφημερίδα:
«Οι ασιντ τζαζ εμπειρίες της πόλης δεν είναι δα και τόσες πολλές.Γι’αυτό
και οι Γαλλιάνο, που κατεβαίνουν από τη Βρετανία στα μέρη μας, φέρνουν
άλλο αέρα ασυνήθιστο. Ρυθμοί από τη σόουλ και φάνκι νότες, σε ένα
σύνολο μοντέρνας και πρετ –α –πορτέ. Φωνητικά με μελωδίες και τζαζέ
περιτύλιγμα.
Το πρόσφατο άλμπουμ τους «The plot thickens» διαφημίζει τη λικνιστική
θεωρία τους και κάνει το γύρω των κλαμπ». Τα πράγματα, μου λέει,
είναι ακόμη χειρότερα με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Άσε που
οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν ναι μεν
ελληνικότατα ονόματα αλλά με αγγλική γραφή: Super FM, Galaxy, Radio
Club, Antenna, Mega Channel, Blue Sky και δεν συμμαζεύεται, να πάρε
και ένα πρόγραμμα ενός τηλεοπτικού σταθμού για να καταλάβεις καλύτερα
το γλωσσικό αλαλούμ που χαρακτηρίζει τη νεότερη κουλτούρα μας: «
08.00 Seven X Music –09.00 Play List ελληνικών βίντεο και άλλα –13.00
Rock notes –14.00 Banana –17.00 Seven X Extra –17.30 Νεανικό Magazino
–18.00 To comic Strip παρουσιάζει –18.30 Κλακ».
Κανείς θλίβεται, μου λέει και αναρωτιέται: Γιατί αυτός ο ξεπεσμός;
Γιατί αυτό το πνεύμα της υποτέλειας σε ξένες γλωσσικές και πολιτισμικές
πραγματικότητες; Γιατί αυτή η έλλειψη σεβασμού προς τη γλώσσα μας;
Γιατί σκοτώνουμε με τα ίδια μας τα χέρια την ελληνική συνείδηση;
Δεν γνωρίζουν ότι ο εθνικός θάνατος αρχίζει από το θάνατο της γλώσσας;
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με την ακαδημαϊκό φίλη μου, όταν αυτή
η τραγωδία της ελληνικής γλώσσας κορυφώνεται στον εύκολο αφελληνισμό
και των Ελλήνων της διασποράς; Αλλά...
ΥΠΑΡΧΕΙ και το «αλλά», γιατί μέσα σε μια διεθνή κοινωνία που είμαστε
και εμείς μέλη, τα γλωσσικά δάνεια είναι αναπόφευκτα και συχνά αναγκαία,
αναπληρώνουν ανάγκες της γλώσσας μας. Η γλώσσα ποτέ δεν απομονώνεται.
Όχι μόνο φυσικό, αλλά και απαραίτητο είναι να δέχεται κάθε χρήσιμο
στοιχείο δικό μας ή ξένο, όμως με τον όρο τα δάνεια αυτά να μην
θίγουν την υφή και την προσωπικότητά της. Δηλαδή με ένα βασικό και
απαραβίαστο, ότι και τις αρχαιότερες δικές μας και τις νέες ξένες
λέξεις που θα πολιτογραφήσουμε στην Νεοελληνική μας γλώσσα, θα τις
υποχρεώσουμε να πειθαρχήσουν στους γραμματικούς και τους συνταγματικούς
νόμους της.
Τότε γίνονται αμέσως νεοελληνικές, τις δέχεται και τις αγαπάει
το αίσθημά μας. Τα ξενικά δάνεια θεωρούνται ενσωματωμένα από τη
στιγμή που αφομοιώνονται γραμματικά και προσαρμόζονται στο τυπικό,
όπως είπαμε, και στη σύνταξη της Νεοελληνικής. Η προσαρμογή με τον
καιρό γίνεται τόσο βαθιά, ώστε τα ενσωματωμένα αυτά ξένα στοιχεία
να σχηματίζουν παράγωγα και σύνθετα, να παίρνουν και μεταφορική
αξία και να πολλαπλασιάζονται μέσα στην ελληνική γλώσσα, όπως για
παράδειγμα από το σπίτι έχουμε σπιτικός, σπιτίσιος, σπιταρόνα, σπιτονοικοκύρης,
σπιτώνω, ξεσπιτώνω και κάμποσα άλλα.
Πάμπολλα άλλα ξένα στοιχεία, όπως κέφι, ναζί, ντέρτι, ντολμάς,
κονφερανσιέ, ρίσκο, μακιγιάζ, πάρκιν, πάρτυ, ρετιρέ, σενάριο, σέρβις
και άλλα, έχουν ζυμωθεί με την ψυχική ζωή των Ελλήνων σε βαθμό που
η αφαίρεσή τους θα σήμαινε φτώχευση της ελληνικής γλώσσας.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ πιστεύω όση χρησιμότητα και αν προσφέρουν τα ξενικά δάνεια
δεν είναι πάντα απαραίτητα. Πρέπει να τα αποφεύγουμε σε περίπτωση
που η ελληνική γλώσσα διαθέτει αντίστοιχες λέξεις ή μπορεί να πλάσει
καινούργιες, που να αποδίδουν πλέρια το σημασιολογικό περιεχόμενο
των ξένων. Ποδοσφαιρόφιλη σαν τη γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, που
όταν με ρωτούν «Ζει το Σύδνεϊ Ολύμπικ;» τους απαντώ «Ζει και βασιλεύει
και το πρωτάθλημα κυριεύει!».
Παρακολουθούσα δυο μεγάλες ομάδες στην τηλεόραση από την Ελλάδα
και άκουγα από τον εκφωνητή που έκανε την αναμετάδοση με πολλές
βαναυσότητες της γλώσσας μας που δεν χρειαζόταν, όπως «ρεφερή» πες
τον χριστιανέ μου διαιτητή, «κάουτς» αντί πάλι της ελληνικής λέξης
προπονητής και μετά από λίγο μπερδεύοντας τη σημασία και τη χρήση
των δυο παραπάνω όρων, ακούστηκε να λέει «τον αγώνα καουτσάρει»
ο δείνα. Πονάει η γλώσσα μας με αυτές τις μαχαιριές.
Όμως δεν είναι πάντα μόνο οι αθλητικοί συντάκτες οι φταίχτες, αλλά
και στο ραδιόφωνο και στη τηλεόραση και σε όλες τις εκδηλώσεις της
καθημερινής μας ζωής συντελείται αργά αλλά σταθερά η παραμόρφωση
της ελληνικής μας γλώσσας από την αδικαιολόγητη χρήση ξένων λέξεων.
Μπορούμε να αναφέρουμε εκατοντάδες ξενικές λέξεις που μιλούνται
καθημερινά από τους Νεοέλληνες, ενώ υπάρχουν οι αντίστοιχες ελληνικές,
για παράδειγμα γιατί να λέμε ρουζ και όχι κοκκινάδι, ασανσέρ και
όχι ανελκυστήρας, μποξ και όχι πυγμαχία, γκρουπ και όχι ομάδα, ρηλάξ
και όχι ξεκούραση –ανάπαυση, γιατί ρισκάρω και όχι ριψοκινδυνεύω,
γιατί ρεζέρβα και όχι ανταλλακτικό, γιατί πάρκιν και όχι στάθμευση
και ουκ έστι αριθμός.
Η συχνή χρήση των λέξεων αυτών και τόσων άλλων, δεν είναι πάντα
δικαιολογημένη και τις περισσότερες φορές ζημιώνει τη γλώσσα μας.
Δεν παραβλέπει κανείς, ότι στην εποχή μας, με τα καταπληκτικά άλματα
της μηχανοποιημένης ζωής, τον πληθωρισμό των εφευρέσεων και τον
ιδεολογικό ανταγωνισμό, καθημερινά βρισκόμαστε πολιορκημένοι από
νέους λεκτικούς σχηματισμούς, που εκφράζουν καινούργιες έννοιες
και πράγματα. Και όμως τι άλλο από αδιαφορία και οκνηρία των μορφωμένων
μας δείχνει η αδιαμαρτύρητη παραδοχή ξενικών λέξεων, ενώ η ελληνική
γλώσσα διαθέτει αντίστοιχες λέξεις που αποδίδουν το ίδιο νόημα;
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τώρα δύσκολο να φανταστούμε τι συμβαίνει με τη γλώσσα
των σημερινών Ελλήνων της Διασποράς σε έναν κόσμο με εντελώς διαφορετική
δομή, όπου η μηχανή δυναστεύει τη ζωή των ανθρώπων και τα μέσα μαζικής
επικοινωνίας αποτελούν ακαταμάχητη αφομοιωτική δύναμη. Εδώ δεν πρόκειται
πια απλώς για μερικές αγγλικές λέξεις που μπήκαν στη γλώσσα μας,
πρόκειται για μαζική γλωσσική απαλλοτρίωση, που όχι μόνο δεν καταπολεμήθηκε,
παρά και ενσυνείδητα επιδιώχτηκε από ΟΛΟ σχεδόν τον Ελληνισμό της
Αυστραλίας.
Πράγματι στις μέρες μας η τραγωδία της ελληνικής γλώσσας κορυφώνεται
στο φαινόμενο του εξαγγλικανισμού των Ελλήνων της Αυστραλίας, το
τεράστιο αυτό χωνευτήρι λαών, θρησκειών και πολιτισμών. Ο Ελληνισμός
της Αυστραλίας παρουσιάζει σήμερα μετά την Αμερική την πιο συγκλονιστική
εικόνα της μεταναστευτικής μας αρρώστιας. Ο εύκολος αφελληνισμός
μας οφείλεται σε πολλούς παράγοντες γεωγραφικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς,
ουσιαστικά όμως στην αδυναμία μας να πιστέψουμε στη σημασία της
ελληνικής γλώσσας για τη διατήρηση, εδώ στη δεύτερη πατρίδα μας,
της ελληνικής μας ταυτότητας.
Γι’αυτό πρέπει να σεβόμαστε την ελληνική μας γλώσσα από κάθε κακοποίηση
εάν δεν θέλουμε να καταποντιστούμε και να εξαφανιστούμε μέσα σε
αυτόν τον πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό κόσμο. Ο Σολωμός έλεγε:
«Μήγαρις έχω τίποτες άλλο εις το νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».
Γλώσσα και ελευθερία πάνε μαζί, γιατί λαός που χάνει τη γλώσσα του
χάνει και την ελευθερία του. Μπορούμε όμως να ανατρέψουμε τη σημερινή
επικίνδυνη κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική γλώσσα, αρκεί ΟΛΟΙ
μας να βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση και να στηλιτεύουμε την κάθε
κακοποίησή της, έχοντας ως σημείο αναγνώρισης τον στίχο του Οδυσσέα
Ελύτη: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου». Το μέλλον του Ελληνισμού γράφεται
με μία λέξη: Ελληνομάθεια.
|